- έφημαι
- ἔφημαι (Α)(παθ. παρακμ. που χρησιμοποιείται ως ενεστ.)1. είμαι τοποθετημένος ή κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι («κληΐδεσσιν ἐφήμενοι», Ομ. Οδ.)2. κάθομαι ως ικέτης κοντά σε άγαλμα θεού (α. «βρέτας ἐφήμενος», Αισχύλ.β. «βωμία ἐφημένη» — καθισμένη κοντά στον βωμό, Ευρ.)3. κάθομαι δίπλα σε κάποιον, παρακάθημαι, συμπαρεδρεύω («Παλλὰς οἵ τ' ἐφήμενοι», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἧμαι «κάθομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.